- υπονυμφίς
- -ίδος, ἡ, Αγυναίκα παράνυμφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + νύμφη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. μεμφ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπονυμφίδας — ὑπονυμφίς bridesmaid fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)